κατεξουσία

κατεξουσία
κατεξουσία, ἡ (Α)
1. ολοσχερής εξουσία, κυριαρχία πάνω σε κάποιον
2. επιβολή
3. κατίσχυση, νίκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατεξουσίᾳ — κατεξουσίᾱͅ , κατεξουσία sovereignty fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξουσίας — κατεξουσίᾱς , κατεξουσία sovereignty fem acc pl κατεξουσίᾱς , κατεξουσία sovereignty fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξουσίαν — κατεξουσίᾱν , κατεξουσία sovereignty fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξουσιάζω — (AM κατεξουσιάζω) [κατεξουσία] εξουσιάζω ολοκληρωτικά, ασκώ πλήρη εξουσία σε κάποιον νεοελλ. υπερισχύω, επιβάλλομαι, επικρατώ, γίνομαι κύριος («ο άνθρωπος κατεξουσίασε τα στοιχεία τής φύσεως») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”